Η πάθηση της βλαισοδακτυλίας ταλαιπωρεί ένα μεγάλο κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού, λόγω του έντονου πόνου που προκαλεί η παραμόρφωση των οστών και των τενόντων στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού. Στις περιπτώσεις σημαντικής εξέλιξης της νόσου ακολουθείται μια σύχρονη και ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, η διαδερμική αποκατάσταση της βλαισοδακτυλίας (κότσι).
Η συντηρητική αντιμετώπιση (τοποθέτηση νάρθηκα, φαρμακευτική αγωγή) μπορεί να βελτιώσει την αίσθηση του πόνου παροδικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν διορθώνει την άρθρωση, με συνέπεια ο πόνος να επαρχέται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για τον λόγο αυτό, η χειρουργική αντιμετώπιση φαίνεται να είναι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του επώδυνο βλαισού μέγα δάκτυλου.
Σε πρώιμα στάδια, μπορεί να πραγματοποιηθεί επέμβαση στα μαλακά μόρια που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση βελτίωση και τον τερματισμό εξέλιξης της νόσου. Με αυτή τη μέθοδο δεν κάνουμε οστεοτομίες (δηλαδή δεν προκαλούμε τεχνητό κάταγμα) όπως όλες οι παραδοσιακές μέθοδοι. Αφορά κυρίως νεότερους ασθενείς και κυρίως νέες γυναίκες που αδυνατούν να κάνουν χρήση στενών παπουτσιών. Η βάδιση είναι άμεση με τη βοήθεια ειδικών ορθοπεδικών υποδημάτων και δεν χρειάζεται ακινητοποίηση με γύψο.
Πότε είναι απαραίτητη η διαδερμική αποκατάσταση της βλαισοδακτυλίας (κότσι)
Σε περίπτωση που η βλαισοδακτυλία έχει εξελιχθεί σημαντικά με μεγαλύτερες αλλοιώσεις, υπάρχει η νέα μέθοδος ελάχιστης παρεμβατικότητας (MIS), όπου όλη η αποκατάσταση της βλάβης γίνεται διαδερμικά –διαδερμική αποκατάστασης της βλαισοδακτυλίας (κότσι)- χωρίς καμία τομή στο δέρμα, και χωρίς να τοποθετούμε υλικά οστεοσύνθεσης μετεγχειρητικά.
Η βάδιση και σε αυτήν την περίπτωση είναι άμεση με τη χρήση ειδικών ορθοπεδικών υποδημάτων. Ωστόσο, κάθε ασθενής χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης, γι’αυτό είναι απαραίτητη η κλινική εκτίμηση της πάθησης από τον ορθοπεδικό, καθώς και ο ακτινολογικός έλεγχος που μπορεί να υποδείξει το μέγεθος της βλάβης ώστε να αποφασιστεί η καταλληλότερη αντιμετώπιση.